- ῥύπτει
- ῥύπτωcleansepres ind mp 2nd sgῥύπτωcleansepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετανώ — όω, Α [τέτανος (Ι)] (ιδίως για το δέρμα) καθιστώ κάτι λείο και, κυρίως, τό απαλλάσσω από ρυτίδες με τέντωμα («χρῶτα ῥύπτει καὶ τετανοῑ», Διοσκ.) … Dictionary of Greek